- συνελων
- συνελών-οῦσα -ον part. к συναιρέω См. συναιρεω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνελών — οῡσα, όν, Α φρ. «συνελόντι εἰπεῑν» βλ. συναιρώ … Dictionary of Greek
συνελών — συναιρέω grasp aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί … Dictionary of Greek